Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσχηματισμός
1 item total
αποσχηματισμός ο [aposximatizmós] Ο17 : η ενέργεια του αποσχηματίζω: Tου επιβλήθηκε η ποινή του αποσχηματισμού.

[λόγ. αποσχηματισ- (αποσχηματίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go