Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσχηματίζω
1 εγγραφή
αποσχηματίζω [aposximatízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ από ιερέα ή μοναχό το δικαίωμα να φέρει το σχήμα 2: Έπεσε σε βαρύ παράπτωμα και ο επίσκοπος τον αποσχημάτισε / και αποσχηματίστηκε. Aποσχηματισμένος κληρικός. || (παθ.) αποβάλλω το σχήμα 2.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσχηματίζω (διαφ. το αρχ. ἀποσχηματίζομαι `δίνω μορφή΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες