Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσφραγίζω
1 item total
αποσφραγίζω [aposfrajízo] -ομαι Ρ2.1 : ανοίγω κτ. που είναι κλεισμένο με σφραγίδα ή με άλλον ασφαλή και επίσημο τρόπο: H επιτροπή θα αποσφραγίσει τα γραπτά των εξετάσεων και θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα. Aποσφραγίστηκε το σπίτι από τον αρμόδιο δικαστικό υπάλληλο.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσφραγίζω (αρχ. ἀποσφραγίζομαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go