Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσφράγιση η [aposfrájisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσφραγίζω· άνοιγμα σφραγισμένου αντικειμένου, κτιρίου κτλ.: H ~ της διαθήκης από το συμβολαιογράφο.
[λόγ. αποσφραγι- (αποσφραγίζω) -σις > -ση]