Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσφράγιση
1 item total
αποσφράγιση η [aposfrájisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσφραγίζω· άνοιγμα σφραγισμένου αντικειμένου, κτιρίου κτλ.: H ~ της διαθήκης από το συμβολαιογράφο.

[λόγ. αποσφραγι- (αποσφραγίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go