Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσυνδεδεμένος -η -ο [aposinδeδeménos] Ε3 μππ. του αποσυνδέω : (λόγ.) που τον έχουν αποσυνδέσει, που έχει αποσυνδεθεί· αποσυνδεμένος.
[λόγ. μππ. του αποσυνδέω μτφρδ. αγγλ. disconnected]