Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυμφορώ
1 εγγραφή
αποσυμφορώ [aposimforó] -ούμαι Ρ10.9 : περιορίζω τον αριθμό των προσώπων, οχημάτων ή πραγμάτων που κυκλοφορούν ή που υπάρχουν σε ένα χώρο, για να μη δημιουργείται συνωστισμός ή στρίμωγμα: Mε τις νέες οδικές αρτηρίες θα αποσυμφορηθεί η εθνική οδός. Πρέπει να αποσυμφορηθεί η βιβλιοθήκη από ορισμένα βιβλία. || Θα αποσυμφορηθεί η υπηρεσία από το προσωπικό που πλεονάζει. || αφαιρώ ένα μέρος από τις εργασίες που διεκπεραιώνει μια υπηρεσία, για να διευκολύνω το έργο της: Tο υπουργείο αποφάσισε να αποσυμφορήσει τις εφορίες / τα δικαστήρια.

[λόγ. αποσυμφόρ(ησις) -ώ (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. décongestionner]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες