Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποστρατιωτικοποίηση η [apostratiotikopíisi] Ο33 : η ενέργεια του αποστρατιωτικοποιώ, η απομάκρυνση των στρατιωτικών δυνάμεων και των εξοπλισμών από κάποια περιοχή. ANT στρατιωτικοποίηση: H Ελλά δα δε συμφωνεί με την ~ των νησιών του Aιγαίου.
[λόγ. αποστρατιωτικοποιη- (αποστρατιωτικοποιώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. démilitarisation]



