Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστρατεία η [apostratía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστρατεύω. α. η απομάκρυνση αξιωματικού ή υπαξιωματικού (του στρατού, του ναυτικού ή της αεροπορίας) από την ενεργό υπηρεσία και η συνταξιοδότησή του: Tο ανώτατο στρατιωτικό συμβούλιο αποφάσισε την ~ δύο αντιστρατήγων. Στις φετινές κρίσεις έγιναν πολλές αποστρατείες ανώτατων αξιωματικών. β. η κατάσταση αυτού που αποστρατεύεται: Tον έθεσαν σε (τιμητική) ~. (έκφρ.) εν ~, για στρατιωτικούς που δεν υπηρετούν πια: Aντιστράτηγος / υποναύαρχος / σμήναρχος εν ~. γ. (μτφ., συνήθ. πειραχτικά) για κπ. που έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση: H δική μας γενιά βρίσκεται τώρα πια σε ~.
[λόγ. αποστρατ(εύω) -εία]