Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστραβώνω 2 -ομαι : (οικ.) α. γίνομαι αιτία να χάσει κάποιος εντελώς την όρασή του ή να θαμπώσουν εντελώς τα μάτια του. β. (μτφ.) γίνομαι αιτία να γίνει κάποιος ακόμη πιο αγράμματος ή απληροφόρητος από ό,τι ήταν.
[απο- στραβώνω 2]
- αποστραβώνω 1 [apostravóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) κάνω κτ. που ήταν στραβό (όχι ευθύ) να γίνει εντελώς στραβό.
[απο- στραβώνω 1]