Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστρέφω [apostréfo] Ρ αόρ. απέστρεψα, απαρέμφ. αποστρέψει : κυρίως ~ το πρόσωπο / το βλέμμα από κπ. / από κτ., το στρέφω σε άλλη κατεύθυνση, σε ένδειξη περιφρόνησης, δυσαρέσκειας ή άρνησης.
[λόγ. < αρχ. ἀποστρέφω `στρέφω προς τα πίσω΄, κατά τη σημ. του αποστρέφομαι (δες ετυμ. της λ.)]