Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποστράτευση η [apostrátefsi] Ο33 : η ενέργεια του αποστρατεύω. α. απομάκρυνση αξιωματικού ή υπαξιωματικού από την ενεργό υπηρεσία και η συνταξιοδότησή του. β. απόλυση επιστρατευμένων. ANT επιστράτευση.
[λόγ. αποστρατεύ(ω) -σις > -ση]



