Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστολέας ο [apostoléas] Ο21 : α.αυτός που στέλνει κτ. σε κπ., συνήθ. με το ταχυδρομείο ή με άλλο ανάλογο μέσο. ANT παραλήπτης: Ο ~ του γράμματος / του δέματος. H επιστολή επιστρέφεται στον αποστολέα, όταν ο παραλήπτης είναι άγνωστος. || Ο ~ ενός μηνύματος, αυτός που με οποιονδήποτε τρόπο ανακοινώνει κτ. σε κπ. ή σε κάποιους. β. αυτός που αναλαμβάνει την αποστολή αντικειμένων για λογαριασμό τρίτου.
[λόγ. < ελνστ. ἀποστολεύς, αιτ. -έα `που στέλνει τον τύπο του βαπτίσματος (για το Θεό)΄, αρχ. σημ.: `αξιωματούχος επιφορτισμένος με εξοπλισμό ναυτικής μοίρας΄, σημδ.: α: γαλλ. envoyeur· β: γαλλ. expéditeur]