Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστεριόρι
1 εγγραφή
αποστεριόρι [aposterióri] επίρρ. : (φιλοσ.) για να δηλώσουμε ότι παίρνουμε ως βάση ενός συλλογισμού εμπειρικά δεδομένα· εκ των υστέρων. ANT απριόρι.

[λόγ. < μσνλατ. a posteriori]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες