Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστατώ [apostató] Ρ10.9α : α.κάνω αποστασία, αποσκιρτώ από ένα πολιτικό κόμμα ή από ένα οργανωμένο σύνολο, προδίδοντας τις αρχές ή την ιδεολογία μου. β. (εκκλ.) απαρνούμαι τη χριστιανική πίστη μου ή αποβάλλω εκούσια το ιερατικό σχήμα.
[λόγ.: α: αρχ. ἀποστατῶ· β: ελνστ. σημ.]