Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποστασιοποιούμαι
1 item total
αποστασιοποιούμαι [apostasiopiúme] Ρ10.9β : παίρνω μια απόσταση από κάποιο πρόσωπο ή γεγονός, δεν ταυτίζομαι συναισθηματικά με αυτό ή προσπαθώ να διαχωρίσω τη θέση μου, να διαφοροποιηθώ από αυτό: Οι σημερινοί νέοι είναι αποστασιοποιημένοι από γεγονότα που δίχασαν τις προηγούμενες γενιές. Mε τις δηλώσεις που έκανε θέλει να αποστασιοποιηθεί από όσα συμβαίνουν στο κόμμα του.

[λόγ. απόστασι(ς) -ο- + -ποιούμαι απόδ. γερμ. sich distanzieren]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go