Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστασιοποίηση
1 εγγραφή
αποστασιοποίηση η [apostasiopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποστασιοποιώ, η τήρηση απόστασης από κάποιο πρόσωπο ή γεγονός, που επιτρέπει την αντικειμενική και ουδέτερη στάση απέναντι σε αυτό. || (θέατρ.) τρόπος ερμηνείας ενός έργου, που δεν επιτρέπει την ταύτιση του ηθοποιού με το πρόσωπο που υποδύεται και του θεατή με τα πρόσωπα και με τις καταστάσεις που διαδραματίζονται στη σκηνή.

[λόγ. αποστασιοποιη- (αποστασιοποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες