Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσταθεροποιώ
1 item total
αποσταθεροποιώ [apostaθeropió] -ούμαι Ρ10.9 : διαταράσσω την ομαλότητα στην πολιτική, κοινωνική ή οικονομική ζωή ενός τόπου, με μια σειρά από ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσμα να κλονίσουν μια σταθερή, παγιωμένη κατάσταση. ANT σταθεροποιώ: Ο πόλεμος στα Bαλκάνια αποσταθεροποίησε το καθεστώς που ίσχυσε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Yπάρχει κίνδυνος να αποσταθεροποιηθεί η οικονομία μας εξαιτίας των δυσμενών διεθνών συνθηκών.

[λόγ. απο- σταθεροποιώ μτφρδ. αγγλ. destabilize]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go