Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποσταίνω [aposténo] Ρ αόρ. απόστασα, απαρέμφ. αποστάσει, μππ. αποσταμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) κουράζομαι σωματικά ή ψυχικά. ANT ξαποσταίνω: Aπόστασα περπατώντας τόσες ώρες. Γυρίζει απ΄ το χωράφι αποσταμένος. Aπόστασα καρτερώντας τον.
[μσν. αποσταίνω (στη σημερ. σημ.) < συνοπτ. θ. αποστ- του αρχ. ρ. ἀφίσταμαι `αποτραβιέμαι, παύω΄ μεταπλ. -αίνω (πρβ. ελνστ. ἀποστάνομαι ίδ. σημ.)]



