Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσταίνω
1 εγγραφή
αποσταίνω [aposténo] Ρ αόρ. απόστασα, απαρέμφ. αποστάσει, μππ. αποσταμένος : (λαϊκότρ., λογοτ.) κουράζομαι σωματικά ή ψυχικά. ANT ξαποσταίνω: Aπόστασα περπατώντας τόσες ώρες. Γυρίζει απ΄ το χωράφι αποσταμένος. Aπόστασα καρτερώντας τον.

[μσν. αποσταίνω (στη σημερ. σημ.) < συνοπτ. θ. αποστ- του αρχ. ρ. ἀφίσταμαι `αποτραβιέμαι, παύω΄ μεταπλ. -αίνω (πρβ. ελνστ. ἀποστάνομαι ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες