Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσπόρι
1 item total
αποσπόρι το [apospóri] Ο44α : (λαϊκότρ.) το υστερότοκο παιδί, συνήθ. μειωτικά για παιδί που γεννήθηκε από ηλικιωμένους γονείς.

[απο- σπόρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go