Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσοβώ
1 item total
αποσοβώ [aposovó] -ούμαι Ρ10.9 : απομακρύνω, αποτρέπω κάποιο κακό που με απειλεί: Tην τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος. Οι λαοί προσπαθούν να αποσοβήσουν τον κίνδυνο μιας πυρηνικής καταστροφής.

[λόγ. < αρχ. ἀποσοβῶ `κρατώ μακριά μου΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go