Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποσοβώ [aposovó] -ούμαι Ρ10.9 : απομακρύνω, αποτρέπω κάποιο κακό που με απειλεί: Tην τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος. Οι λαοί προσπαθούν να αποσοβήσουν τον κίνδυνο μιας πυρηνικής καταστροφής.
[λόγ. < αρχ. ἀποσοβῶ `κρατώ μακριά μου΄]



