Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποσκλήρυνση η [aposklírinsi] Ο33 : 1.(γεωλ.) η σκλήρυνση των πετρωμάτων, συνήθ. λόγω θέρμανσης. 2. (χημ.) η απομάκρυνση των αλάτων (ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου κτλ.) από το σκληρό νερό.
[λόγ. απο- σκληρύν(ω) -σις > -ση μτφρδ. γερμ. Εnthärtung]