Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκιρτώ
1 εγγραφή
αποσκιρτώ [aposkirtó] Ρ10.1α : εγκαταλείπω μια πολιτική παράταξη, μια οργάνωση ή μια ιδεολογία και εντάσσομαι σε μια άλλη αντίπαλη: Aποσκίρτησαν τρεις βουλευτές από το κυβερνών κόμμα. Οι οπαδοί του άρχισαν να αποσκιρτούν. Aποσκίρτησαν από τον καθολικισμό.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσκιρτῶ `το σκάω΄ σημδ. αγγλ. breakaway]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες