Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσκευή
1 item total
αποσκευή η [aposkeví] Ο29 : 1.(συνήθ. πληθ.) γενική ονομασία για τις βαλίτσες, τους σάκους, τα δέματα και ό,τι άλλο μεταφέρει κάποιος όταν ταξιδεύει: Tο αυτοκίνητο έχει ειδικό χώρο για τις αποσκευές. Δίχτυ αποσκευών, σε τρένο ή λεωφορείο. Στο αεροδρόμιο γίνεται έλεγχος αποσκευών. Έχει πολλές αποσκευές, μπαγάζια. 2. (μτφ., πληθ.) για κτ. που φέρνει μαζί του κάποιος ως προσφορά ή εφόδιο: Ο ξένος απεσταλμένος έχει στις αποσκευές του ενδιαφέρουσες προτάσεις.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀποσκευή· 2: σημδ. γαλλ. bagages (πληθ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go