Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκελετώνω
1 εγγραφή
αποσκελετώνω [aposkeletóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : γίνομαι αιτία να αδυνατίσει κάποιος τόσο πολύ, ώστε να διαγράφεται ο σκελετός του κάτω από τις σάρκες του: Ήταν αποσκελετωμένοι από την πείνα. Tα αποσκελετωμένα παιδιά του πολέμου και της Kατοχής.

[λόγ. απο- σκελετ(ω μένος) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες