Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσκίρτηση
1 item total
αποσκίρτηση η [aposkírtisi] Ο33 : εγκατάλειψη μιας πολιτικής συνήθ. οργάνωσης και μεταπήδηση σε άλλη αντίπαλη: Aναμένονται αποσκιρτήσεις βουλευτών από το κόμμα της αντιπολίτευσης.

[λόγ. αποσκιρτη- (αποσκιρτώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go