Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσβεστήρας ο [apozvestíras] Ο2 : (τεχν.) ~ ταλαντώσεων, αμορτισέρ.
[λόγ. απόσβεσ(ις) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. amortisseur]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. απόσβεσ(ις) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. amortisseur]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |