Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απορφανίζω
1 item total
απορφανίζω [aporfanízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) 1. αφήνω κπ. ορφανό: Ο πόλεμος απορφάνισε χιλιάδες παιδιά. Mια απορφανισμένη οικογένεια, χωρίς πατέρα. 2. (συναισθ.) αφήνω κπ. χωρίς αρχηγό, ηγέτη, προστάτη: Ο στρατός / το κόμμα / η πατρίδα απορφανίστηκε με το θάνατό του.

[λόγ. < ελνστ. ἀπορφανίζω (αρχ. ἀπορφανίζομαι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go