Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορρόφηση
1 εγγραφή
απορρόφηση η [aporófisi] Ο33 : η ενέργεια του απορροφώ. 1. η διείσδυση μιας υγρής ή αέριας ουσίας σε ένα υλικό και η συγκράτησή της από αυτό: H ~ του νερού από το χώμα / της υγρασίας από τους τοίχους και από τα θεμέλια του σπιτιού. H ~ των θρεπτικών συστατικών από τον ανθρώπινο οργανισμό. || (φυσ.): ~ φωτός / ήχου / θερμότητας, της μεταφερόμενης ενέργειάς τους όταν περνούν μέσα από ένα σώμα. 2. (μτφ.) α. η κατανάλωση προσφερόμενων αγαθών ή η απασχόληση διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού: H ~ των ελληνικών προϊόντων από τις ξένες αγορές. H ~ του δανείου. H ~ ειδικευμένου προσωπικού από ελληνικές εταιρείες. β. συγχώνευση: H ~ μικρών βιομηχανικών μονάδων από μεγάλες βιομηχανίες. γ. ολοκληρωτική διάθεση του χρόνου ή του ενδιαφέροντος κάποιου σε κτ.: Είναι τόσο μεγάλη η απορρόφησή του από τη δουλειά, ώστε να αδιαφορεί για όλα τα άλλα.

[λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. absorption]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες