Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απορρυπαντικός
1 item total
απορρυπαντικός -ή -ό [aporipandikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για απορρύπανση, για καθάρισμα: Aπορρυπαντικές ουσίες. || (ως ουσ.) το απορρυπαντικό, σκόνη ή υγρό για το πλύσιμο των ρούχων, των οικιακών σκευών, των χώρων κτλ.: Aπορρυπαντικό για το πλυντήριο / για τα πιάτα / για τα πατώματα.

[λόγ. απο- ρυπαν- (ρυπαίνω) -τικός μτφρδ. γαλλ. détergent, détersif & αγγλ. detergent (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go