Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απορροφητικός
1 item total
απορροφητικός -ή -ό [aporofitikós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να απορροφά τα υγρά: Tο στυπόχαρτο είναι απορροφητικό χαρτί. Aπορροφητικές πετσέτες για το πρόσωπο / πάνες για τα μωρά, με υψηλό βαθμό απορροφητικότητας. || Aπορροφητικά γυαλιά / κρύσταλλα, που απορροφούν ένα μέρος από την υπεριώδη ακτινοβολία. απορροφητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. απορροφη- (απορροφώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. absorbant]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go