Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απορριπτέος -α -ο [aporiptéos] Ε4 : που πρέπει να απορριφθεί : Ο μαθητής / ο φοιτητής κρίθηκε ~. H πρόταση / η αίτηση / η ένσταση κρίθηκε απορριπτέα.
[λόγ. απορρίπ(τω) -τέος]