Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απορριπτέος
1 item total
απορριπτέος -α -ο [aporiptéos] Ε4 : που πρέπει να απορριφθεί : Ο μαθητής / ο φοιτητής κρίθηκε ~. H πρόταση / η αίτηση / η ένσταση κρίθηκε απορριπτέα.

[λόγ. απορρίπ(τω) -τέος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go