Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποπροσανατολίζω
1 item total
αποπροσανατολίζω [apoprosanatolízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT προσανατολίζω. 1. κάνω κπ. να χάσει τον προσανατολισμό του. 2. (μτφ.) εκτρέπω κπ. ή κτ. ηθελημένα ή όχι από μια ορισμένη, σωστή κατεύθυνση ή πορεία και δίνω λαθεμένο προσανατολισμό: H τροπή που δίνεται στη συζήτηση, την αποπροσανατολίζει. Οι δικτατορίες έχουν πρωταρχικό σκοπό να αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Tο διασπασμένο και αποπροσανατολισμένο εργατικό κίνημα δεν μπορεί να παίξει τον ηγετικό ρόλο του.

[λόγ. απο- προσανατολίζω μτφρδ. γαλλ. désorienter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go