Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποποιούμαι [apopiúme] Ρ10.9β : (λόγ.) δεν αποδέχομαι, δε δέχομαι, αρνούμαι: α. κτ. που μου προσφέρεται, που μου προτείνεται: ~ την πρόσκληση / τη βοήθεια / τη φιλία κάποιου. Ο συγγραφέας αποποιήθηκε το βραβείο. Tο ίδρυμα αποποιήθηκε τη δωρεά. β. κτ. που μου αποδίδεται, που μου επιρρίπτεται: ~ κάθε ευθύνη / κατηγορία.
[λόγ. < ελνστ. ἀποποιοῦμαι]