Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποποινικοποίηση
1 item total
αποποινικοποίηση η [apopinikopíisi] Ο33 : η άρση, η κατάργηση του αξιόποινου μιας πράξης. ANT ποινικοποίηση: Zητήθηκε η ~ της άμβλωσης / της χρήσης των ελαφρών ναρκωτικών.

[λόγ. αποποινικοποιη- (αποποινικοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go