Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπλύνω [apoplíno] -ομαι Ρ αόρ. απέπλυνα, απαρέμφ. αποπλύνει, παθ. αόρ. αποπλύθηκα, απαρέμφ. αποπλυθεί : (λόγ.) αποκαθιστώ κτ. ηθικά, εκδικούμαι, παίρνω ικανοποίηση για κτ. που με έθιξε, που με πρόσβαλε, ξεπλένω2: Επιχείρησε να αποπλύνει την προσβολή που του έγινε.
[λόγ. απο- πλύνω μτφρδ. του λαϊκού ξεπλένω]