Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπληρώνω [apopliróno] -ομαι Ρ1 : εξοφλώ οφειλόμενο χρέος· ξεπληρώνω: Tο χρέος πρέπει να αποπληρωθεί σύντομα.
[λόγ. < ελνστ. ἀποπληρ(ῶ) `πληρώνω χρέος΄ -ώνω, αρχ. σημ.: `συμπληρώνω΄ (πρβ. και μσν. αποπληρώνω)]