Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποπλανώ
1 item total
αποπλανώ [apoplanó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : με δόλο, με απάτη ή με τεχνάσματα ξεγελώ, παρασύρω κπ. σε σεξουαλική πράξη: Tη μέθυσαν και την αποπλάνησαν. || (ειδικότ.) ενεργώ ασελγείς πράξεις σε βάρος ανήλικου ή πνευματικά ανάπηρου ατόμου: Mε διάφορα τεχνάσματα παρέσυρε τη μαθήτρια και την αποπλάνησε.

[λόγ. < αρχ. ἀποπλανῶ `οδηγώ έξω απ΄ το θέμα΄ σημδ. γαλλ. détourner]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go