Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποπλένω
1 item total
αποπλένω [apopléno] -ομαι Ρ αόρ. απόπλυνα, απαρέμφ. αποπλύνει, παθ. αόρ. αποπλύθηκα, απαρέμφ. αποπλυθεί : (λαϊκότρ.) τελειώνω το πλύσιμο: Aπόπλυνε τα πιάτα κι άρχισε να τα σκουπίζει.

[αρχ. ἀποπλύνω μεταπλ. κατά το πλύνω > πλένω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go