Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποπίνω
1 item total
αποπίνω [apopíno] Ρ αόρ. απόπια, απαρέμφ. αποπιεί : (λαϊκότρ.) πίνω εντελώς, τελειώνω ό,τι πίνω: Aφού απόφαγε και απόπιε, έπεσε για ύπνο.

[αρχ. ἀποπίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go