Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπάνω [apopáno] επίρρ. : 1.τοπικό. α. από το επάνω μέρος, επάνω. ANT αποκάτω: Παίρνω κτ. ~ από το τραπέζι / γραφείο / κρεβάτι, από επάνω από. ~ ο ουρανός κι αποκάτω η θάλασσα, από επάνω. Φόρεσέ το ~, πάνω από αυτό που ήδη φοράς. Άρχισε ~ προς τα κάτω
Tι γράφει ~; Δεν το βγάζει ~ του, το φοράει συνέχεια. ΦΡ ή εκφράσεις είμαι ~, είμαι σε πλεονεκτική θέση. υπάρχει Θεός ~, υπάρχει Θεός που τα βλέπει όλα. στέκομαι ~ από κπ., για ενόχληση ή ενοχλητική επιτήρηση. β. σε ονοματική χρήση: β1. (ως ουσ.) ο / η / οι αποπάνω, για τους ενοίκους του διαμερίσματος που βρίσκεται αμέσως υψηλότερα από ένα άλλο πάτωμα: Οι ~ κάνουν συνέχεια φασαρία. β2. (ως επίθ.): Tο ~ τμήμα, αυτό που βρίσκεται πάνω από κτ. 2. ποσοτικό· επιπλέον: Πληρώσαμε ~ δέκα χιλιάδες, περισσότερα από όσα υπολογίζαμε ή είχε συμφωνηθεί. || στις εκφορές: ~ και / κι ~, για να εκφράσει ο ομιλητής το πλέον δυσάρεστο, παράλογο κτλ. σε μια σειρά γεγονότων: Δεν έφταναν όλα, αρρώστησαν ~ και τα παιδιά. Δε φτάνει που φταίει, θυμώνει κι ~.
[μσν. αποπάνω (στη σημ. 1) < φρ. από επάνω με αποφυγή της χασμ.]



