Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποξεχνώ
1 εγγραφή
αποξεχνώ [apoksexnó] -ιέμαι Ρ10.4 : 1.ξεχνώ, λησμονώ τελείως. 2. (παθ.) αφαιρούμαι, ξεχνιέμαι εντελώς.

[μσν. αποξεχνώ < απο- ξεχνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες