Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποξένωση
1 item total
αποξένωση η [apoksénosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποξενώνω: H ~ του ανθρώπου από το φυσικό περιβάλλον είναι ένα από τα σύγχρονα προβλήματα.

[λόγ. < ελνστ. ἀποξένω(σις) `διαμονή στο εξωτε ρικό΄ -ση σημδ. γαλλ. aliénation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go