Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονευρώνω
1 εγγραφή
απονευρώνω [aponevróno] -ομαι Ρ1 : 1.(ιατρ.) κόβω, αφαιρώ τα νεύρα: Tο δόντι είναι σάπιο και πρέπει να απονευρωθεί. 2. (μτφ.) με ενέργειες ή με αποφάσεις αποδυναμώνω κτ.: Tο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο απονευρώνει και υποβαθμίζει την τοπική αυτοδιοίκηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀπονευρ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες