Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απομνημόνευμα
1 item total
απομνημόνευμα το [apomnimónevma] Ο49 : α.(πληθ.) γραπτή περιγρα φή, αφήγηση ιστορικών συνήθ. γεγονότων, τα οποία ο συγγραφέας είτε επηρέασε με τη δράση του είτε απλώς παρακολούθησε και τα θυμάται: Tα απομνημονεύματα του Kαίσαρα / του Mακρυγιάννη. Γράφει / εκδίδει τα απομνημονεύματά του. β. τα απομνημονεύματα ως λογοτεχνικό είδος: Ο υποκειμενισμός είναι χαρακτηριστικό στοιχείο του απομνημονεύματος.

[λόγ. < ελνστ. ἀπομνημόνευμα `ενθύμηση΄ & σημδ. γαλλ. mémoires (πληθ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go