Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απομνημονεύω
1 item total
απομνημονεύω [apomnimonévo] -ομαι Ρ5.1 : μαθαίνω κτ. και το διατηρώ στη μνήμη μου, το θυμάμαι: ~ ονόματα / αριθμούς τηλεφώνων. Έχει την ικανότητα να απομνημονεύει εύκολα. || αποστηθίζω: ~ ένα κείμενο / ποίημα.

[λόγ. < αρχ. ἀπομνημονεύω `λέω από μνήμης΄ & σημδ. γαλλ. mémoriser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go