Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απομεσήμερο
1 item total
απομεσήμερο το [apomesímero] Ο41 : το χρονικό διάστημα που συμπίπτει με το τέλος του μεσημεριού και την αρχή του απογεύματος: Kατά τις τρεις το ~ έφτασαν στο χωριό.

[απο- μεσημέρ(ι) -ο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go