Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απομεινάρι το [apominári] Ο44 (ιδ. στον πληθ.) : α.το τμήμα ενός συνόλου, που έχει μείνει ως υπόλοιπο (χρήσιμο ή όχι): Aπομεινάρια από φαγητά. β. το υπόλειμμα από κτ. που ανήκει στο παρελθόν ή που έχει φθαρεί, που έχει καταστραφεί: Aπομεινάρια ενός αρχαίου κτιρίου / ενός νικημένου στρατού / ενός παλιού πολιτισμού, λείψανα.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. απομεινάρης `που απομένει΄ < απο- μειν- (μένω) -άρης]