Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απομαγνητίζω
1 item total
απομαγνητίζω [apomaγnitízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ από ένα υλικό ή αντικείμενο τη μαγνητική του ιδιότητα. ANT μαγνητίζω. || (παθ.) για υλικό ή αντικείμενο που χάνει τη μαγνητική του ιδιότητα.

[λόγ. απο- μαγνητίζω μτφρδ. γαλλ. démagnétiser]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go