Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απολύτρωση η [apolítrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολυτρώνω· λύτρωση: H ~ από τα δεινά. || (εκκλ.) ~ του ανθρώπου από τις συνέπειες των αμαρτιών του / των αμαρτημάτων του, απαλλαγή.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολύ τρω(σις) -ση]