Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολύμανση η [apolímansi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολυμαίνω, η καταστροφή των νοσογόνων μικροβίων· (πρβ. αποστείρωση): Tα ρούχα / τα ιατρικά εργαλεία χρειάζονται ~. Ειδικό συνεργείο για απολυμάνσεις χώρων.
[λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. désinfection]